- ὑφισταμένους
- ὑφίστημιplacepres part mp masc acc plὑφιστᾱμένους , ὑφιστάωpres part mp masc acc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακοινοποίητος — η, ο [κοινοποιώ] 1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, που δεν έγινε γνωστός στους πολλούς, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, απόρρητος, μυστικός 3. (για έγγραφα) αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε στους υφισταμένους ή τους ενδιαφερομένους 4 … Dictionary of Greek
διαγγελέας — ο 1. ο αγγελιαφόρος 2. αξιωματικός και υπαξιωματικός που μεταφέρει διαταγές ανωτέρων προς κατωτέρους ή αναφορές κατωτέρων προς ανωτέρους ή και οδηγίες τού διοικητή στρατιωτικής μονάδας προς τους υφισταμένους του βαθμοφόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
επίπληξη — η (Α ἐπίπληξις) [επιπλήσσω] αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, επιτίμηση, κατσάδα νεοελλ. έγγραφη επιτίμηση που επιβάλλεται ως ελάχιστη ποινή από προϊστάμενη αρχή σε υφισταμένους αρχ. 1. χτύπημα 2. τιμωρία, ποινή … Dictionary of Greek
ευαρέσκεια — η 1. το συναίσθημα τής ηθικής ικανοποιήσεως, η ευχαρίστηση, η εκδήλωση ή η έκφραση ευχαριστήσεως («σάς εκφράζω την ευαρέσκειά μου») 2. η ηθική αμοιβή που απονέμεται από την προϊστάμενη αρχή στους υφισταμένους της διοικητικούς υπαλλήλους λόγω τής… … Dictionary of Greek
πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η … Dictionary of Greek
τυραννίσκος — ο, Ν 1. μικρός ή ασήμαντος τύραννος 2. μτφ. α) άτομο που καταπιέζει τους υφισταμένους του β) μικρός βασανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. σατραπ ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
δερβέναγας — ο (λ. τουρκ.) 1. αρχηγός στρατιωτικού τμήματος που φρουρούσε επί τουρκοκρατίας τα στενά περάσματα, τα δερβένια: Προσκύνα, Διάκο, τον πασά, δερβέναγας να γίνεις (δημ. τραγ.). 2. άνθρωπος τυραννικός: Συμπεριφέρεται σαν δερβέναγας στους υφισταμένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δηκτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δαγκώνει. 2. μτφ., προσβλητικός: Στους υφιστάμενους μιλάει πάντοτε δηκτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίπληξη — η 1. αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, το μάλωμα, η κατσάδα, το κατσάδιασμα. 2. η κατώτερη από τις ποινές που επιβάλλεται από κάποια αρχή προς τους υφισταμένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)